τριμηνιαίος

τριμηνιαίος
αία, ον трёхмесячный;

τριμηνιαία επιθεώρησις — трёхмесячная инспекционная проверка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τριμηνιαίος" в других словарях:

  • τριμηνιαίος — α, ο / τριμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τριμηναῑος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τρίμηνο 2. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 3. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριμηνιαία χρονική περίοδος τριών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμηνος +… …   Dictionary of Greek

  • τριμηνιαίων — τριμηνιαῖος space of three months fem gen pl τριμηνιαῖος space of three months masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηνιαίου — τριμηνιαῖος space of three months masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηνιαίους — τριμηνιαῖος space of three months masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηνιαίῳ — τριμηνιαῖος space of three months masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηνιαία — τριμηνιαίᾱ , τριμηνιαῖος space of three months fem nom/voc/acc dual τριμηνιαίᾱ , τριμηνιαῖος space of three months fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμηναίος — αία, ον, Α βλ. τριμηνιαίος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»